- κοσμικῶς
- κοσμικόςof the worldadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ԵՐԿՐԱՒՈՐՕՐԷՆ — ( ) NBH 1 0701 Chronological Sequence: 5c մ. Ըստ օրինակի երկրաւորաց. յն. ըստ աշխարհի. κοσμικῶς mundane *Տօնեսցո՛ւք, մի՛ աշխարհապէս, այլ աստուածաբար. մի՛ երկրաւորօրէն, այլ գերաշխարհիկ. Ածաբ. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)